Γράφει ο Παναγιωτόπουλος Δημήτριος, Μαιευτήρας Γυναικολόγος, Λαπαροσκοπική Χειρουργική Ουρογυναικολογία, ΜΗΤΕΡΑ.
Οι ουρολοιμώξεις είναι ένα θέμα που απασχολεί πολλές γυναίκες, προκαλώντας προβλήματα στην καθημερινότητά τους. Συχνουρία, πόνος και καύσος κατά την ούρηση, κοιλιακές ενοχλήσεις, καθώς και όχι σπάνια εμφάνιση αίματος στα ούρα ανήκουν στα συχνότερα συμπτώματα. Οι ουρολοιμώξεις αποτελούν τον συχνότερο τύπο λοιμώξεων στις γυναίκες, παρουσιάζοντας μάλιστα μια έξαρση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Γιατί όμως συμβαίνουν αυτά;
Τα μικρόβια που προκαλούν τις ουρολοιμώξεις προέρχονται συνήθως από την περιοχή του εντέρου/πρωκτού. Η απόσταση που πρέπει να διανύσουν για να φτάσουν στην ουρήθρα είναι πολύ μικρή. Αυτό, σε συνδυασμό με το μικρό μέγεθος της γυναικείας ουρήθρας, διευκολύνει αρκετά την είσοδο των μικροοργανισμών στην ουροδόχο κύστη, καθιστώντας έτσι τις γυναίκες ιδιαίτερα ευπαθείς στις ουρολοιμώξεις. Ο κίνδυνος αυξάνεται ακόμα περισσότερο σε περιόδους ορμονικών διακυμάνσεων, όπως η εγκυμοσύνη και η περιεμμηνόπαυση.
Ο κυριότερος λόγος είναι οι καλοκαιρινές δραστηριότητες. Η παραμονή στο νερό της θάλασσας ή της πισίνας, όπως και οι δραστηριότητες στην παραλία μπορούν να μας φέρουν σε επαφή με διάφορους μικροοργανισμούς-αίτια ουρολοιμώξεων.
Η χρήση των κλιματιστικών, η καλοκαιρινή χαλαρή ένδυση, καθώς επίσης και η παραμονή με βρεγμένο μαγιό ή επάνω σε βρεγμένη πετσέτα, οδηγούν σε μια τοπική υποθερμία («ψύξη»). Έτσι, έχουμε μια αποδυνάμωση της άμυνας της ευαίσθητης περιοχής, η οποία ευνοεί την ανάπτυξη λοιμώξεων.
Επιπρόσθετα, το χλωριωμένο νερό της πισίνας μπορεί να προκαλέσει διαταραχή της ισορροπίας των φυσιολογικών μικροβίων του κόλπου, με τις ίδιες συνέπειες.
Επίσης, η αυξημένη εφίδρωση λόγω της ζέστης προκαλεί μια σχετική αφυδάτωση στο σώμα μας, με αποτέλεσμα τα ούρα να είναι πιο συμπυκνωμένα και πιο δεκτικά σε μικροοργανισμούς.
Με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων, πρέπει να γίνει άμεσα αύξηση της λήψης υγρών. Αυτό θα οδηγήσει σε συχνότερη ούρηση, βοηθώντας έτσι το σώμα να καθαρίσει (να «ξεπλύνει») την ουροδόχο κύστη από τα μικρόβια. Υποστηρικτικά, μπορεί να γίνει και χρήση θερμών επιθεμάτων (θερμοφόρας), καθώς και μη φαρμακευτικών ήπιων αντισηπτικών, όπως σκευασμάτων που περιέχουν εκχύλισμα ή χυμό κράνμπερυ. Εάν δεν παρουσιαστεί βελτίωση σύντομα, τότε θα πρέπει να γίνει μια καλλιέργεια ούρων και ακολούθως στοχευμένη θεραπεία με το κατάλληλο αντιβιοτικό. Στην περίπτωση εμφάνισης αίματος στα ούρα, πυρετού ή πόνου στην κοιλιά ή στην μέση, θα πρέπει να γίνει άμεση εκτίμηση από ιατρό.
Μια απλή κυστίτιδα θεραπεύεται συνήθως γρήγορα και αποτελεσματικά, χωρίς ιδιαίτερες συνέπειες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι μια κυστίτιδα που δεν αντιμετωπίζεται κατάλληλα εγκαίρως, μπορεί να εξελιχθεί ακόμα και σε σοβαρή λοίμωξη των νεφρών (πυελονεφρίτιδα), με σοβαρές συνέπειες.
Εδώ θα πρέπει να εξετάσουμε εάν υπάρχουν συγκεκριμένα αίτια, όπως π.χ. κυστεοκήλη (πρόπτωση της ουροδόχου κύστεως), ατροφία της περιοχής (κυρίως μετά την εμμηνόπαυση), εκκολπώματα, λιθίαση κ.ά., ώστε να προβούμε στην στοχευμένη θεραπεία τους. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις επαναλαμβανόμενων ουρολοιμώξεων διαπιστώνεται και μια τοπική ευαισθησία της ουροδόχου κύστεως, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί επιτυχώς και με τοπική έγχυση υαλουρονικού οξέος.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, διάφοροι παράγοντες προκαλούν αύξηση του κινδύνου εμφάνισης ουρολοιμώξεων στις γυναίκες. Με την εφαρμογή απλών μέτρων πρόληψης και κατάλληλης θεραπείας, έχουμε τη δυνατότητα να τις αντιμετωπίσουμε εύκολα και αποτελεσματικά. Σε περίπτωση μη άμεσης υποχώρησης των συμπτωμάτων, σοβαρών ή επαναλαμβανόμενων ουρολοιμώξεων, είναι απαραίτητη η ιατρική συμβουλευτική.