Πολιτισμός

21/12/2025 17:36

Black Sabbath (1981–1982): Το τέλος της εποχής Ronnie James Dio και η σκιά του Live Evil

Ποια γεγονότα  οδηγούσαν σε μια ρήξη που σημάδεψε ανεξίτηλα τη δισκογραφία και τις σχέσεις των μελών.

 

Της Αρετής Γιαλουσάκη

Η περίοδος 1981–1982 υπήρξε μία από τις πιο δημιουργικές αλλά και πιο τεταμένες φάσεις στην ιστορία των Black Sabbath. Με τον Ronnie James Dio στο μικρόφωνο, το συγκρότημα είχε ήδη αποδείξει με το Heaven and Hell ότι μπορούσε όχι απλώς να επιβιώσει μετά την αποχώρηση του Ozzy Osbourne, αλλά και να επαναπροσδιορίσει τον ήχο του. Ωστόσο, τα γεγονότα που ακολούθησαν θα οδηγούσαν σε μια ρήξη που σημάδεψε ανεξίτηλα τη δισκογραφία και τις σχέσεις των μελών.

Το Mob Rules και η εδραίωση της Dio-era

Τον Νοέμβριο του 1981, οι Black Sabbath κυκλοφόρησαν το Mob Rules, το δεύτερο studio album με τον Dio στα φωνητικά. Παρότι η αρχική του υποδοχή ήταν πιο συγκρατημένη σε σχέση με τον προκάτοχό του, ο δίσκος ανέδειξε μια μπάντα πιο «σφιχτή» και προσανατολισμένη στο σύγχρονο heavy metal της εποχής. Συνθέσεις όπως το Sign of the Southern Cross και το Falling Off the Edge of the World ανέδειξαν για ακόμη μία φορά το χαρακτηριστικό riffing του Tony Iommi, ενώ η στιχουργική συμβολή του Geezer Butler διατήρησε το σκοτεινό, επικό ύφος που αποτελούσε σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος.

Κατά την περιοδεία που ακολούθησε, μεγάλο μέρος του Mob Rules παρουσιάστηκε ζωντανά, επιβεβαιώνοντας ότι η χημεία της μπάντας επί σκηνής παρέμενε ισχυρή.

Live Evil: η πρώτη live καταγραφή και τα προβλήματα

Το 1982 οι Black Sabbath κυκλοφόρησαν το Live Evil, το πρώτο επίσημο live album της καριέρας τους. Η σημασία του ήταν αυτονόητη: για πρώτη φορά αποτυπωνόταν επίσημα το υλικό της Dio-era δίπλα σε κλασικά τραγούδια από τα πρώτα χρόνια του συγκροτήματος. Το album σημείωσε εμπορική επιτυχία και μπήκε στα charts σε πολλές χώρες.

Ωστόσο, ο ήχος του Live Evil αποτέλεσε από την πρώτη στιγμή αντικείμενο έντονης κριτικής. Η μίξη θεωρήθηκε προβληματική, με τα φωνητικά να ακούγονται χαμηλότερα σε σχέση με τα όργανα, ενώ ακόμη και η παρουσία των πλήκτρων του Geoff Nicholls ήταν σχεδόν ανεπαίσθητη. Το αποτέλεσμα απείχε από τα υψηλά στάνταρ που είχαν θέσει άλλα εμβληματικά live albums της δεκαετίας.

Εντάσεις στο παρασκήνιο

Με τα χρόνια έγινε σαφές ότι τα ηχητικά προβλήματα του Live Evil δεν ήταν απλώς τεχνικό ζήτημα. Κατά τη διάρκεια της μίξης του album, δημιουργήθηκε κλίμα καχυποψίας ανάμεσα στα μέλη. Ο Iommi και ο Butler εξέφρασαν την άποψη ότι ο Dio επεδίωκε να προβάλλει περισσότερο τα φωνητικά του, ενώ από την άλλη πλευρά υπήρξαν αντίστοιχες κατηγορίες προς τους υπόλοιπους.

Οι διαφωνίες αυτές, σε συνδυασμό με τη γενικότερη κόπωση από τις συνεχείς περιοδείες, επιβάρυναν ανεπανόρθωτα τις σχέσεις μέσα στο συγκρότημα. Το καλοκαίρι του 1982, ο Dio και ο Vinny Appice έδωσαν τις τελευταίες τους συναυλίες με τους Black Sabbath, ολοκληρώνοντας μια συνεργασία που, αν και σύντομη, άφησε ισχυρό αποτύπωμα.

Η επόμενη μέρα

Λίγους μήνες αργότερα, ο Dio ξεκίνησε το προσωπικό του σχήμα, κυκλοφορώντας το Holy Diver το 1983, έναν δίσκο που θεωρείται μέχρι σήμερα ορόσημο του heavy metal. Οι Black Sabbath συνέχισαν με διαφορετικά line-ups, αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά την ανθεκτικότητα του ονόματός τους.

Παρά τις μετέπειτα επανασυνδέσεις και τις περιστασιακές συνεργασίες των βασικών μελών, η περίοδος του Live Evil έμεινε στην ιστορία ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η δημιουργική ένταση μπορεί να γεννήσει σπουδαία μουσική, αλλά και βαθιές ρήξεις.

Η αποχώρηση του Ronnie James Dio από τους Black Sabbath δεν ήταν αποτέλεσμα ενός μεμονωμένου γεγονότος, αλλά το αποκορύφωμα μιας περιόδου γεμάτης δημιουργικότητα, πίεση και εσωτερικές συγκρούσεις. Το Live Evil λειτουργεί μέχρι σήμερα ως ντοκουμέντο αυτής της εποχής: σημαντικό ιστορικά, αμφιλεγόμενο ηχητικά και απολύτως ενδεικτικό των λεπτών ισορροπιών που καθορίζουν τη μοίρα ακόμα και των μεγαλύτερων συγκροτημάτων.