Οικονομία

19 Φεβρουαρίου 2021 13:54

Στουρνάρας: Οι τέσσερις λόγοι που πρέπει να προχωρήσει η bad bank

Σε ομιλία του στη Βουλή παρουσίασε την πρόταση της ΤτΕ για τη δημιουργία bad bank. Τι είπε για τα νέα "κόκκινα" δάνεια και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

 

Στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ειδικότερα στο θέμα των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, αλλά και στην πρόταση της ΤτΕ για την ίδρυση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στη Βουλή.

Προκλήσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα

Το ξέσπασμα της πανδημίας το Μάρτιο του 2020 βρήκε τις ελληνικές τράπεζες σε φάση ανάκαμψης από την προηγούμενη κρίση, έχοντας επιδείξει σημαντική βελτίωση σε αρκετούς τομείς. Ενδεικτικά: Οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια σε επίπεδα άνω του ελάχιστου ορίου, προχωρώντας και σε εκδόσεις τίτλων που προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια, αναφέρει ο κ. Στουρνάρας και προσθέτει:

Σε σχέση με το Μάρτιο του 2016 που καταγράφτηκε ο μεγαλύτερος όγκος ΜΕΔ, έχει επιτευχθεί μείωση κατά 45% στο συνολικό ύψος των ΜΕΔ. Σημαντική ήταν η μείωση στο καταναλωτικό (57%) αλλά και στο επιχειρηματικό (50%) χαρτοφυλάκιο, ενώ μικρότερη (28%) ήταν η πρόοδος στο στεγαστικό. Τα επίπεδα ρευστότητας βελτιώθηκαν σημαντικά, κυρίως λόγω της αύξησης των καταθέσεων. Συγκεκριμένα, οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα έχουν ανακάμψει κατά €44,4 δις (+34%) από το ιστορικά χαμηλό (€129,0 δις) του Ιουλίου του 2015 με τις τράπεζες να μηδενίζουν την εξάρτηση από τον έκτακτο μηχανισμό παροχής ρευστότητας (ELA) και να πληρούν τον ελάχιστο εποπτικό δείκτη ρευστότητας. Ταυτόχρονα όμως παρουσιάζουν ασθενέστερα οικονομικά μεγέθη συγκριτικά με τις ευρωπαϊκές τράπεζες.

Συγκεκριμένα, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα, δημοσιευμένα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2020:

Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν σειρά από προκλήσεις οι οποίες είναι κοινές και για τις περισσότερες τράπεζες της ευρωζώνης. Ενδεικτικά:

Σε αυτό το περιβάλλον λειτουργίας, η πανδημία του Covid-19 διατάραξε την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα παγκοσμίως, με σοβαρές επιπτώσεις σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά: επιχειρήσεις, νοικοκυριά, κράτος και τράπεζες.

Σε αντίθεση με προηγούμενες κρίσεις, αυτή τη φορά η αντίδραση από τις δημοσιονομικές, νομισματικές και εποπτικές αρχές ήταν άμεση και συντονισμένη. Συγκεκριμένα:

Ειδικά για τα δάνεια σε καθεστώς moratorium:

Όλα τα παραπάνω μέτρα που ελήφθησαν (αλλά και συνεχίζουν έως σήμερα) από τις αρχές και τις τράπεζες ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, και κατάφεραν να αποτρέψουν τα χειρότερα τόσο όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα, όσο και τις κοινωνικές επιπτώσεις από την πανδημία. Τα σημάδια από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία δεν είναι ακόμα πλήρως εμφανή στην πραγματική οικονομία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρωζώνη, και θα είναι πολύ πιο ορατά μετά την άρση των μέτρων στήριξης. Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα, η επίπτωση αφορά κυρίως σε νέα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια καθώς και στην αναμενόμενη επιδείνωση του λόγου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC) προς το σύνολο των εποπτικών κεφαλαίων.

Νέα Μη-Εξυπηρετούμενα Δάνεια

Σε ένα μήνα περίπου συμπληρώνεται ένα έτος από την έναρξη της πανδημίας ενώ διανύεται ήδη το τρίτο lockdown. Η μείωση του Α.Ε.Π. εκτιμάται ότι ήταν 10% για το 2020, ενώ φαίνεται προς το παρόν ανάκαμψη μόνο από το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Η επίπτωση στους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας είναι ασύμμετρη, με κάποιους, όπως ο τουρισμός, το εμπόριο, οι μεταφορές, κλπ. να πλήττονται σημαντικά, κάτι το οποίο τεκμαίρεται και από το υψηλό ποσοστό των ενήμερων πιστούχων που βρέθηκαν σε καθεστώς moratorium στους κλάδους αυτούς.

Από τους πρώτους μήνες της πανδημίας, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποίησε τις προβλέψεις της για 8-10 δις ευρώ νέα ΜΕΔ το 2021. Οι υπολογισμοί αυτοί βασίζονται σε μακροοικονομικά υποδείγματα της ΤτΕ και σχετίζονται με την έως τώρα πορεία των ΜΕΔ σε αντίστοιχες περιπτώσεις απότομης χειροτέρευσης των μακροοικονομικών μεγεθών. Ανάλογο ποσό νέων ΜΕΔ για το 2021 (συγκεκριμένα 8 δις) έχουν προβλέψει στα επιχειρησιακά τους πλάνα οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, ενώ σε λίγους μήνες αναμένονται και τα αποτελέσματα της άσκησης Stress Test που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA) και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), στην οποία συμμετέχουν και οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες. Φυσικά, κανένα μακροοικονομικό υπόδειγμα πρόβλεψης δεν μπορεί να ενσωματώσει την επίπτωση από παράγοντες όπως τα moratoria, τα ευεργετικά μέτρα στήριξης που έχει πάρει η κυβέρνηση και τα προϊόντα ρύθμισης που παρέχουν οι ίδιες οι τράπεζες. Και προφανώς ευχή είναι τα μέτρα αυτά να επιτύχουν τη μέγιστη δυνατή ανάσχεση των νέων ΜΕΔ. Ουδείς θέλει να δει χειροτέρευση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών αλλά από την άλλη όμως ούτε και μετάθεση της εμφάνισης του προβλήματος στο μέλλον.

Για το λόγο αυτό, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με επιστολή του προς τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης1 ανέδειξε τη σημασία της παροχής κατάλληλων λύσεων ρύθμισης σε πιστούχους που αντιμετωπίζουν προσωρινές δυσκολίες προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην πληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων λόγω της πανδημίας (ιδίως σε αυτούς που βγαίνουν από καθεστώς moratorium). Οι ελληνικές τράπεζες ήδη έχουν ξεκινήσει και παρέχουν λύσεις ρύθμισης για αυτούς τους πιστούχους. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι ο SSM έχει επισημαίνει στα πιστωτικά ιδρύματα τη σημασία του να έχουν θεσπίσει κατάλληλους μηχανισμούς ώστε να διαχωρίζουν τους ‘βιώσιμους’ από τους ‘μη βιώσιμους’ πιστούχους, καθώς και να αποτυπώνουν ορθά τους κινδύνους που αναλαμβάνουν στις οικονομικές τους καταστάσεις. Ανάλογη επιστολή έχει αποστείλει και η Τράπεζα της Ελλάδος προς τα μη-συστημικά πιστωτικά ιδρύματα.

Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι οι ευνοϊκές ρυθμίσεις πράξεων νομισματικής πολιτικής και εποπτείας, που βρίσκονται σε εφαρμογή εδώ και ένα έτος, δεν πρόκειται να διατηρηθούν για πάντα. Είναι κατά συνέπεια αναγκαίο να χαραχθεί μία ολοκληρωμένη στρατηγική για την επόμενη μέρα ώστε η ελληνική οικονομία γενικότερα και οι τράπεζες ειδικότερα να μπορούν να λειτουργούν χωρίς προβλήματα σε καθεστώς υψηλότερων επιτοκίων και δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας που δεν θα έχουν την εποπτική ανοχή που έχουν σήμερα λόγω πανδημίας.

Παρατηρήσεις αναφορικά με την έως τώρα πορεία μείωσης των υφιστάμενων ΜΕΔ που αποτελούν κληρονομιά (legacy) της προηγούμενης κρίσης:

Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού (AMC)

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σημειώσω ότι η σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού έχει αποδειχθεί αποτελεσματική λύση σε χώρες όπου την εφάρμοσαν στο παρελθόν. Ταυτόχρονα, όπως φαίνεται στην πρόσφατη ανακοίνωση που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 16 Δεκεμβρίου 2020, η σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού (είτε σε εθνικό είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο) είναι μια πρόταση πολιτικής υπέρ της οποίας τάσσονται οι ευρωπαϊκές αρχές και η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε γρήγορη εξυγίανση των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών.

Ποιοι όμως είναι οι λόγοι που υπαγορεύουν την υιοθέτηση της πρότασης της ΤτΕ;

Αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα του προβλήματος των ΜΕΔ αλλά και της υφιστάμενης διάρθρωσης των ιδίων κεφαλαίων λόγω της παρουσίας υψηλού ποσοστού αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, η ΤτΕ είχε καθήκον ως ανεξάρτητος θεσμός να φέρει στο τραπέζι μία πρόταση η οποία θα είναι βέλτιστη για τον Έλληνα φορολογούμενο και την εθνική οικονομία. Και έτσι έπραξε".

Κλείνοντας την ομιλία του ο κ. Στουρνάρας σημείωσε: "Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, με σημαντικότερες τον μεγάλο όγκο των ΜΕΔ και το υψηλό ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα συνολικά κεφάλαιά τους. Εν μέσω αυτών των προκλήσεων, το τραπεζικό σύστημα, έχει να επιτελέσει ένα σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας μετά την πανδημία, στην αποτελεσματική κατανομή των παραγωγικών πόρων και στη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού προτύπου που θα βασίζεται στην εξωστρέφεια και την καινοτομία. Ο ρόλος αυτός γίνεται πιο σημαντικός σε μία μικρή και ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, όπου η ραχοκοκαλιά της είναι οι μικρομεσαίες και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες στηρίζονται σχεδόν εξολοκλήρου στο τραπεζικό σύστημα προκειμένου να αντλήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη λειτουργία τους και τη διενέργεια νέων επενδύσεων. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις τράπεζες της σε σχέση με την ευρωπαϊκή οικονομία.

Η επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις στη φερεγγυότητα και την κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Θα βελτιώσει την επενδυσιμότητα των τραπεζών και την ικανότητά τους να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές. Θα επιτρέψει στις τράπεζες να επικεντρωθούν στις κύριες τραπεζικές εργασίες. Θα βελτιώσει ακόμα και το αξιόχρεο της χώρας, δεδομένου ότι η ευρωστία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την φερεγγυότητα και την πιστοληπτική διαβάθμιση του κράτους. Στην ουσία, θα ξεκλειδώσει έναν ενάρετο κύκλο για την ελληνική οικονομία. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει αναγνωρίσει εδώ και αρκετό καιρό την αναγκαιότητα δραστικής επίλυσης του προβλήματος των ΜΕΔ. Στο πλαίσιο αυτό, έχει καταθέσει στην κυβέρνηση μία ολιστική και πλήρως τεκμηριωμένη πρόταση εμπροσθοβαρούς αντιμετώπισης του προβλήματος των ΜΕΔ που επιλύει ταυτόχρονα και το θέμα του υψηλού ποσοστού της Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης στα κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων, μέσω της σύστασης μιας Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού.

Ο θεσμικός ρόλος της ΤτΕ στο συγκεκριμένο ζήτημα τελειώνει εδώ. Η ΤτΕ με τη συγκεκριμένη πρότασή της, αποβλέπει στο μέγιστο δυνατό όφελος της εθνικής οικονομίας και τη διατήρηση χρηματοπιστωτικής ευστάθειας. Το ελληνικό δημόσιο, με βάση αναλύσεις κόστους – οφέλους που οφείλει, κατά την άποψή μου, να κάνει για την επίπτωση της κάθε πρότασης στα δημοσιονομικά μεγέθη και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, θα λάβει τις αποφάσεις του για την επιλογή της ιδανικότερης συστημικής λύσης. Ανεξαρτήτως επιλογής η ΤτΕ θα συνεχίσει να είναι αρωγός των προσπαθειών για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας".