Για απογοητευτική κατάσταση κάνει λόγο ο Σύνδεσμος, ζητώντας να μην διαιωνίζονται λάθη του παρελθόντος.
«Η επικρατούσα κατάσταση στην ελληνική αγορά εργασίας, με βάση δείκτες απασχόλησης και ποιότητας συνθηκών εργασίας, καθώς και δείκτες παροχής ευκαιριών σε όλους, είναι μάλλον απογοητευτική», αναφέρει ο ΣΕΒ στο Οικονομικό Δελτίο του.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών:
"Με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα σήμερα, σε μια χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στις χώρες του ΟΟΣΑ (21,6% το β’ τρίμηνο του 2017):
Βεβαίως, η ελληνική αγορά εργασίας υφίσταται τις αλλαγές στους κανόνες που θεσπίστηκαν κάτω από έκτακτες καταστάσεις (κρίση δημόσιου χρέους, ύφεση), με πρωτόγνωρες για την Ελλάδα, αν και σύμφωνες σε μεγάλο βαθμό με διεθνείς πρακτικές, διευθετήσεις στην αγορά εργασίας. Σε καμία, όμως, περίπτωση, η σχετικά κακή εικόνα στην αγορά εργασίας δεν σχετίζεται με το νέο αυτό θεσμικό πλαίσιο. Μάλιστα συγκρίνοντας τα στοιχεία αυτά με αντίστοιχα δεδομένα πριν την κρίση βλέπουμε ότι, εκτός της υψηλής ανεργίας και της εκτιμώμενης απώλειας εισοδήματος που οφείλονται στην μακρά διάρκεια της ύφεσης, όλοι οι υπόλοιποι διαρθρωτικοί δείκτες δεν εμφανίζουν παρά οριακές μεταβολές. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς εργασίας, αν μη τι άλλο, βοήθησε στην εξομάλυνση των αδιεξόδων της ανεργίας που προκάλεσε στην ιδιωτική οικονομία η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή.
Υπερφορολόηση αντί για μείωση του Κράτους
Επισημαίνεται ότι ήταν επιλογή στα διαδοχικά προγράμματα η προσαρμογή να γίνει κυρίως μέσω της υπερφορολόγησης, που μειώνει τις ιδιωτικές επενδύσεις και την ιδιωτική απασχόληση.
Η επιλογή αυτή έγινε σε μια προσπάθεια αποφυγής μείωσης του μεγέθους του κράτους, με πρόγραμμα και σχέδιο ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα παροχής υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικής προστασίας από το δημόσιο, που παραμένει σε χαμηλό επίπεδο παρά τα αλλεπάλληλα σχέδια αναδιοργάνωσής του που έχουμε δει να παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια των μνημονίων. Χωρίς τη μερική απασχόληση και τη μείωση του κατώτατου μισθού, καθώς και τη μεγαλύτερη ευελιξία στον καθορισμό των μισθών σε επιχειρησιακό επίπεδο, η ανεργία θα ήταν σήμερα σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα από το υψηλό 27% του 2013, ενώ η ύφεση θα συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς.
Συνεπώς, όσοι ζητούν επαναφορά πρακτικών στις εργασιακές σχέσεις που επικρατούσαν πριν την κρίση, μετά την ολοκλήρωση των Μνημονίων τον Αύγουστο του 2018, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι αυτή δεν πρόκειται να επιφέρει και βελτίωση της κατάστασης των εργαζομένων στην αγορά εργασίας. Αντιθέτως, μια τέτοια επιστροφή στο παρελθόν, θα σηματοδοτήσει το τέλος της όποιας ανάκαμψης, και της συνακόλουθης αύξησης της απασχόλησης, και, την απαρχή νέων περιπετειών για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και εργασίας. Επείγει, συνεπώς να συμφωνηθεί μέσω του κοινωνικού διαλόγου ένα νέο, φιλικό προς την ανάπτυξη, θεσμικό πλαίσιο στα εργασιακά".